ἄυπνος — ἄϋπνος , ἄυπνος sleepless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άυπνος — η, ο αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί: Είμαι άυπνος δύο νύχτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανάυπνος — πανάϋπνος, ον (Α) τελείως άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄυπνος] … Dictionary of Greek
ἀυπνότατον — ἀϋπνότατον , ἄυπνος sleepless masc acc superl sg ἀϋπνότατον , ἄυπνος sleepless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀύπνω — ἀΰπνω , ἄυπνος sleepless masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀΰπνω , ἄυπνος sleepless masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀύπνως — ἀΰπνως , ἄυπνος sleepless adverbial ἀΰπνως , ἄυπνος sleepless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυπνον — ἄϋπνον , ἄυπνος sleepless masc/fem acc sg ἄϋπνον , ἄυπνος sleepless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
бъдѣньныи — (2*) пр. Бдительный, неусыпный: тѩжесть служень˫а. не лѣностна˫а малод҃шьна˫а. бдѣнна˫а [в др. сп. бдѣнiа] (τῆς ἀγρυπνίας) ФСт XIV, 195г; Чл҃вчьско ѥстьство бьдѣнъно и несонъно ѥсть. на большеѥ иманьѥ. (’′Αυπνος) Пч к. XIV, 80 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek